- χλαῖναν
- χλαῖναupper-garmentfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλαίναν — χλαίνᾱν , χλαῖνα upper garment fem acc sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαίνα — Oνομάζεται και χλαίνη. X. σήμαινε, στην αρχαία ελληνική, μεγάλο τετράγωνο χειμωνιάτικο ένδυμα (ιμάτιο), που το φορούσαν χαλαρά πάνω από τον χιτώνα τους μονάχα οι άντρες, όπως φορούν σήμερα οι Έλληνες χωρικοί την κάπα. Στη νέα ελληνική, χ.… … Dictionary of Greek
CYCLADES — insulae maris Aegaei a promontor. Gerresto, ut Plin. notat, l. 4. c. 12. circa Delum hodie Sdille, quo singulis annis, Iuventus missa, ut festis interesset, in orbem sitae, unde et nomen acceperunt, Strabo, l. 10. Zonar. tom. 3. Dionys. v. 525.… … Hofmann J. Lexicon universale
CYCLAS — limbus est et vestis limbô ornata per extremam oram, Gloss. Κυκλὰς ἡ περὶ τὴν χλαίναν πορφύρα κύκλῳ. Tunica muliebris nempe aurata; cuiusmodi etiam et viriles fiebant, quas iam inde a Gallieno Imperatorib. usurpârunt, usque ad Imperii finem:… … Hofmann J. Lexicon universale
LECTUS — an quod legebant, unde eum facerent, stramenta et herbas Vett. in quod fatigatos alliciat ad se; an a Gr. λέκτρον, quod ipsum ex verbo λέγω? vox pastorum non centem ptâ Latinis usurpatione, qui torum lectum dicebant, cum tamen herbarum proprie… … Hofmann J. Lexicon universale
εκτάδιος — ἐκτάδιος, η, ον και ἐκτάδιος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται … Dictionary of Greek
ενεύδω — ἐνεύδω (Α) [εύδω] κοιμάμαι μέσα ή πάνω σε κάτι («χλαῑναν... καὶ κώεα, τοῑσιν ἐνευδεν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
επιέννυμι — ἐπιέννυμι (Α) 1. ρίχνω ένδυμα πάνω σε κάποιον («χλαῖναν δ’ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς», Ομ. Οδ.) 2. μέσ. ντύνομαι 3. φρ. α) «ἐπιέννυμαι γῆν» ντύνομαι το χώμα, πεθαίνω β) «ἀναιδείην ἐπιειμένε» που φοράς την αναίδεια σαν ρούχο σου, αδιάντροπε. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί … Dictionary of Greek